Η Εξαιρετική Κληρονομιά του Τζόζεφ Νάι και η Πολιτική Ήπιας Ισχύος
«Η δύναμη είναι η ικανότητα να κάνεις τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλεις», υποστήριζε ο Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ, ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες που υπηρέτησε ως βοηθός υπουργός Άμυνας κατά την προεδρία Κλίντον τη δεκαετία του 1990. Δυστυχώς, ο Νάι απεβίωσε πρόσφατα στις 6 Μαΐου, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο που έχει επηρεάσει την πολιτική σκέψη παγκοσμίως. Η καινοτόμος προσέγγισή του στον όρο «ήπια ισχύς» έχει διαμορφώσει την κατανόηση και τη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής για πολλές χώρες.
Η έννοια της ήπιας ισχύος βασίζεται στην ικανότητα ενός κράτους να πειθά τους άλλους μέσω της κουλτούρας, των πολιτικών αξιών και των διπλωματικών σχέσεων παρά με τη χρήση βίας ή coercive μέτρων. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate, ο Νάι αναφέρει τις τρεις κύριες προσεγγίσεις που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος για να ασκήσει εξουσία: εξαναγκασμός (μαστίγιο), χρηματισμός (καρότο) και έλξη (μέλι). Οι δύο πρώτες κατηγορίες αποτελούν μορφές σκληρής ισχύος, ενώ η έλξη είναι ακριβώς η ήπια ισχύς που επιδιώκει να ενσωματώσει πολιτισμικούς και αξιακούς παράγοντες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η σκληρή ισχύς μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, η ήπια ισχύς συχνά έχει περισσότερη μακροχρόνια αξία. Ακόμα και ο Ιωσήφ Στάλιν είχε αναγνωρίσει τη σημασία της ήπιας ισχύος με την ειρωνική φράση: «Πόσες μεραρχίες έχει ο Πάπας;», όμως το Βατικανό συνεχίζει να δρα και σήμερα, καταδεικνύοντας τη μακροχρόνια επίδραση που μπορεί να έχει η ηθική και πολιτισμική επιρροή.
Σύμφωνα με τον Νάι, η άσκηση ήπιας ισχύος μπορεί να μειώσει την ανάγκη για σκληρές παρεμβάσεις. Εάν οι σύμμαχοί σου αισθάνονται εμπιστοσύνη προς εσένα, είναι πολύ πιο πιθανό να συνεργαστούν και να ακολουθήσουν το παράδειγμά σου. Αν η φήμη σου είναι διακυβευμένη, όπως συνέβη στην Ευρώπη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι χώρες μπορεί να αποσύρουν την υποστήριξή τους ακόμα και αν γνωρίζουν ότι οι εναλλακτικές είναι λιγότερο ευχάριστες.
Οι Νέες Συνθήκες της Πολιτικής Ήπιας Ισχύος υπό τον Τραμπ
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόρισαν την παγκόσμια πολιτική σκηνή μέσω της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, η οποία περιλάμβανε τον ΟΗΕ και άλλους θεσμούς. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν ήταν πάντα συνεπείς στις αρχές τους, δημιουργώντας εντάσεις στη διεθνή κοινότητα. Η σημερινή κατάσταση είναι ακόμη πιο περίπλοκη, με τον Ντόναλντ Τραμπ να είναι ο πρώτος πρόεδρος που απορρίπτει ανοιχτά την αξία της ήπιας ισχύος στη διεθνή πολιτική.
Οι πρώτες ενέργειές του Τραμπ, όπως η αποχώρηση από τη συμφωνία του Παρισιού και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καταδεικνύουν μια στροφή προς πιο επιθετικές και διαταρακτικές πολιτικές. Ο εξαναγκασμός φιλικών κρατών, όπως η Δανία ή ο Καναδάς, έχει δημιουργήσει σκιές εμπιστοσύνης στους συμμάχους. Η παρακώλυση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) και η φίμωση της Φωνής της Αμερικής ενισχύουν την εικόνα μιας Αμερικής που αποδυναμώνει τις ανθρωπιστικές της επιδιώξεις.
Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, έχει επενδύσει σημαντικά στην ήπια ισχύ από το 2007, επιδιώκοντας να προβάλλει μια θετική εικόνα, αν και η στρατηγική αυτή περιορίζεται από εδαφικές διαμάχες και τον αυστηρό έλεγχο της κοινωνίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση θέτει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα των ΗΠΑ να αντεπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις που προκύπτουν.
Οι Προκλήσεις για την Αμερικανική Διεθνή Παρουσία
Η αμερικανική ήπια ισχύς κινδυνεύει από σοβαρές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια. Παρά τη σταθερή πολιτική κουλτούρα και τη λειτουργία των ελέγχων και ισορροπιών, οι ενέργειες που έχουν αναληφθεί μπορεί να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμες ζημίες. Η ήπια ισχύς έχει δείξει ότι απαιτεί χρόνο και υπομονή για να επιτύχει. Η κατεύθυνση της πολιτικής του Τραμπ, αν συνεχιστεί, θα μπορούσε να καταστήσει την απαραίτητη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της επιρροής εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή.
Είναι σαφές ότι η πολιτική ήπιας ισχύος έχει τη δική της αξία και σημαντικό ρόλο στον διαρκή αγώνα για επιρροή στον διεθνή στίβο. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις επιλογές των κυβερνώντων στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και από τη διεθνή αντίληψη και αποδοχή αυτών των αξιών.